Μπλερ, Τόνι

Μπλερ, Τόνι
(Anthony Charles Linton «Tony» Blair, Εδιμβούργο 1953 –). Βρετανός πολιτικός. Σπούδασε στο ιδιωτικό κολέγιο Φετ του Εδιμβούργου και νομικά στο κολέγιο Σεντ Τζον της Οξφόρδης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στο Λονδίνο, ειδικευμένος σε θέματα εργατικού δικαίου. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την πολιτική ως μέλος, αρχικά, και κατόπιν ως ηγέτης του Εργατικού Κόμματος. Το 1983 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της περιφέρειας Σετζφιλντ και ορίστηκε από το κόμμα του ως «σκιώδης» υπουργός Οικονομικών (1983-87), Βιομηχανίας και Εμπορίου (1987-88), Εργασίας (1989-92) και Εσωτερικών Υποθέσεων από το 1992 μέχρι στις 21 Ιουλίου 1994, οπότε εξελέγη ηγέτης του Εργατικού Κόμματος με ποσοστό 57%. Το 1997 κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές, συγκεντρώνοντας το 45% των ψήφων των συμπατριωτών του, έναντι ποσοστού 31% των Συντηρητικών και σχημάτισε κυβέρνηση. Στις πρόωρες εκλογές του 2001 πέτυχε μεγάλη νίκη με ποσοστό 45,7% των ψήφων και 413 έδρες (στο σύνολο 659). Το 1997 ανακηρύχθηκε ως «ο άνθρωπος της χρονιάς» από την εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκίντενς, Άντονι — (Anthony Giddens, Σάουθγκεϊτ 1938 –). Άγγλος κοινωνιολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Χαλ. Το 1961 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην κοινωνιολογία και το 1976 έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”